- υπερκόπως
- Αεπίρρ. βλ. ὑπέρκοπος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπερκόπως — ὑπέρκοπος overstepping all bounds adverbial ὑπέρκοπος overstepping all bounds masc/fem acc pl (doric) ὑ̱περκόπως , ὑπερκοπόω to be overtired imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ὑπερκοπόω to be overtired imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπέρκοπος — ον, Α 1. αυτός που υπερβαίνει κάθε μέτρο, κάθε όριο 2. (κατ επέκτ.) θρασύς, αυθάδης, αλαζονικός 3. υπερβολικά κουρασμένος, κατάκοπος. επίρρ... ὑπερκόπως Α με υπέρμετρα αυθάδη ή αλαζονικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + κοπος (< κόπος < κόπτω) … Dictionary of Greek